ανάπηρος

ανάπηρος
-η, -ο
1. ακρωτηριασμένος, σακάτης: Του είχαν δώσει το περίπτερο, γιατί ήταν ανάπηρος πολέμου.
2. ανίκανος, μερικά ή ολικά, για δουλειά από έλλειψη σωματικής ή πνευματικής αρτιότητας: Έκανε αυτή τη δουλειά, γιατί ήταν από παιδί ανάπηρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάπηρος — maimed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά …   Dictionary of Greek

  • ἀναπήρως — ἀνάπηρος maimed adverbial ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπηρον — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc sg ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήροις — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήρου — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήρους — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήρων — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήρῳ — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπηρα — ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”