ἀνάπηρος — maimed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek
ἀναπήρως — ἀνάπηρος maimed adverbial ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρον — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc sg ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήροις — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρου — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρους — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρων — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρῳ — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρα — ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)